- φαγοποτώ
- Ν [φαγοπότι]1. τρώγω και πίνω συγχρόνως2. (κατ* επέκτ.) γλεντώ, ξεφαντώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαγοποτώ — φαγοπότησα, τρώω και πίνω οινοπνευματώδη ποτά, γλεντώ, διασκεδάζω: Φαγοποτούμε δυο ώρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)